- ψηφῖδες
- ψηφίςsmall pebblefem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψηφιδωτό — Διακόσμηση δαπέδου, τοίχου ή οροφής με πολύχρωμες κατεργασμένες μικρές ψηφίδες από πέτρα, τερακότα ή γυαλί, που συγκολλούνται στερεά σε ένα στρώμα κονιάματος. Για την τεχνική των αρχαίων ψ. υπάρχουν λεπτομερείς περιγραφές από τον Βιτρούβιο και… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
καταψηφώ — καταψηφῶ, έω (Α) διακοσμώ με πολύχρωμες ψηφίδες, με μωσαϊκό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ψηφῶ «διακοσμώ με ψηφίδες»] … Dictionary of Greek
μουσουργικός — ή, ό (ΑΜ μουσουργικός, ή, όν) [μουσουργός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μουσουργία 2. σχετικός με μωσαϊκό («μουσουργικαὶ ψηφίδες» ψηφίδες που προορίζονται για μωσαϊκό) … Dictionary of Greek
παλαιοχριστιανική τέχνη — Η τέχνη που αναπτύχθηκε κατά τους πρώτους 6 αιώνες του χριστιανισμού. Υποδιαιρείται σε δύο περιόδους, με διαχωριστικό όριο το 330 μ.Χ., χρονολογία που ιδρύθηκε η Κωνσταντινούπολη. Η πρώτη περίοδος ήταν δύσκολη για τους πιστούς της νέας θρησκείας· … Dictionary of Greek
Anastasia Danae Lazaridis — Anastasia Danae Lazaridis, auch Lazaridou (griechisch Αναστασία Δανάη Λαζαρίδου) ist eine griechische Neogräzistin und seit 1995 Lehrbeauftragte für Neugriechische Sprache und Literatur an der Universität Genf. Arbeitsgebiete von Lazaridis… … Deutsch Wikipedia
Писсис, Стелиос — Стелиос Писсис Дата рождения 1976 год(1976) Место рождения Лимасол Лейблы MusicHeaven … Википедия
MOSAICUM — unius literae traiectione, ex musiacum, quod a musio, museo seu musivo (varie enim pronuntiatur) Graecis Μουσεῖον, opus dicitur, variorum colorum lapillis tessellatum, ψηφίδων λεπτῶν ἐπιςθέσεσι, ut habet Nicetas in Alexio Man. fil. num. 5. qui… … Hofmann J. Lexicon universale
έμψηφος — ἔμψηφος, ον (Α) ο στολισμένος ή κατασκευασμένος με ψηφίδες ή με πολύτιμους λίθους … Dictionary of Greek
δάπεδο — Η διαμορφωμένη βατή επιφάνεια οποιουδήποτε κλειστού, υπαίθριου ή ημιυπαίθριου χώρου, εκτός από τις οδούς και τις πλατείες, για τις οποίες χρησιμοποιούνται κυρίως οι όροι οδόστρωμα κατάστρωμα. Η φυσική επιφάνεια του εδάφους αποτελούσε πάντοτε και… … Dictionary of Greek